- καρβόνη
- Ακόρεστη τερπενική κετόνη, του τύπου C10H14O. Είναι άχρωμο έως ελαφρώς κίτρινο υγρό, με οσμή κύμινου, ενώ έχει σημείο τήξης 62°C και σημείο βρασμού 228°C. Η L-μορφή της κ. είναι ελάχιστα διαδεδομένη στη φύση, αλλά η d-μορφή της βρίσκεται στο καρβέλαιο και στο ανηθέλαιο. Η διαφορά της από την αντίστοιχη κορεσμένη κετόνη είναι στους δύο διπλούς δεσμούς που περιέχει, από τους οποίους ο ένας είναι στην κλειστή αλυσίδα και ο άλλος στην ισοπροπυλική. Δίνει εύκολα προϊόντα προσθήκης και ανάλογα με τις συνθήκες υδρογόνωσης δίνει διυδροκαρβόνη και διυδροκαρβεόλη, καρβομινθόνη και καρβομινθόλη. Με την υδροξυλαμίνη δίνει την οξίμη καρβοξίμη και με την επίδραση αλκαλίων, φωσφορικού οξέος κ.ά. ισομερίζεται εύκολα και δίνει καρβακρόλη. Χρησιμοποιείται ως αρωματικό.
Dictionary of Greek. 2013.